Τα σκουλήκια κάνουν πάρτυ στο κενοτάφιο των γονέων μου. Σύντομα τα ζουμιά μου θα προσελκύσουν νέες στρατιές σκουληκιών που σαν πιράνχας στεριάς θα αφήσουν μόνο οστά γεγυμνομένα. Μανούλα σε ρωτάω, "είναι κρύος ο τάφος;" γιατί τουρτουρίζω εύκολα.
Μα εγώ νόμιζα ότι με περιμένει η γαλήνη του παράδεισου.
Και βρίσκω κόλαση με πράσινα γλοιώδη ζαρωμένα σκουλήκια να εισχωρούν μέσα μου. Ουρλιάζω και δεν με ακούει κανείς.
Μα πού πήγαν όλοι; Εκείνοι που με γλυκοχαιρέταγαν, "γειά σου κύριε Μάγκλαρη", "τη καλημέρα μου κύριε Λυκειάρχα".
Σκατά στα μούτρα σας καθίκια, βρωμεροί γυμνοσάλιαγκες, ζωντανά ερήπια. . .